- ἀμώμενος
- ἀ̱μώμενος , ἀμάω 1reap cornpres part mp masc nom sgἀμάω 2drawpres part mid masc nom sg (epic)ἀμόωhangpres part mp masc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκάνω — αμα, αμωμένος, κουράζομαι, αποσταίνω: Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, ήταν πια αποκαμωμένοι. Ουσ. αποκάμωμα, το ατος, η κούραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)